Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Μια φορά και ενα καιρό.

δΈνας από τους μύθους που από μικρή ήταν ο αγαπημένος μου και που περνώντας τα χρόνια εξακολουθεί να είναι, δείχνοντας την δύναμη της αγάπης και τι μπορεί να κατορθώσει αυτός που αγαπάει αγνά και ειλικρινά.






ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ο Ορφέας γεννήθηκε στη Θράκη.
Μητέρα του ήταν η μούσα Καλλιόπη και πατέρας του ο βασιλιάς της Θράκης Οίαγρος. Κληρονόμησε την αγάπη για την ποίηση από την μητέρα του. Η λύρα του ήταν δώρο του θεού Απόλλωνα και διδάχτηκε την τέχνη της από τις ίδιες τις Μούσες. Ο Ορφέας με συντροφιά τη λύρα του γυρνούσε χώρια και πόλεις, τραγουδούσε σε παλάτια και σε καλύβες, υμνούσε την αγαπη, την ζωή υμνούσε τα μεγάλα κατορθώματα των ηρώων, δόξαζε εκείνους που θυσιάστηκαν για κάτι ωραίο.
Ο Ορφέας μοχθούσε κυριολεκτικά για το τέλειο. Κουραζόταν υπέφερε, πονούσε αλλά πετύχαινε πάντα κάτι το ακατόρθοτο. και τότε αισθανόταν την πιο μεγάλη ευχαρίστηση, που ήταν και η ανταμοιβή του για την ωραία του προσπάθεια.
Μα η ικανοποίηση αυτή του Ορφέα έγινε η πιο μεγάλη ευτυχία από την μέρα που παντρεύτηκε την Ευρυδίκη . ο φτερωτός θεός, γιος της Αφροδίτης τους είχε δέσει με την πιο μεγάλη και την πιο αγνή αγάπη.
Αλλά σαν όλους τους ανθρώπους που αγαπιούνται, έτσι και ο Ορφέας με την Ευρυδίκη θέλουν να χαίρονται ο ένας την συντροφιά του αλλού, ξέγνοιαστη και ευτυχισμένοι.
Κάποια φόρα περπατούσαν στα Τέμπη. Η ομορφιά του τοπίου ήταν μαγευτική.
Από την μια μεριά ορθωνόταν ο Όλυμπος και από την άλλη η Όσα, στην μέση κυλούσε ο Πηνειός. Αιωνόβια λατάνια έριχναν σκιά στις όχθες του ποταμού και ο Ορφέας ακουμπισμένος στο δέντρο, παίζει με τα δάχτυλά του τη λύρα του και ευτυχισμένη η Ευρυδίκη τον ακούει.
Απλόχερα χάρισαν οι θεοί τόση πολλή ευτυχία. Και όμως!! Σε λίγο όλα θα γίνουν συντρίμμια!!
Γιατί το νήμα της ζωής της Ευρυδίκης που έγνεσε η Κλώθω, έφτανε μόνο ως εδώ!
Γιατί ο λαχνός που είχε διαλέξει η Λάχεσις, μιλουσε για κάποια φαρμακερή δαγκωματιά .
Γιατί η Άτροπος έγραψε αυτό που αποφάσισαν οι αδελφές της την σκληρή μοίρα της Ευρυδίκης.

Αλλά γιατί τόση αδικία?
Γιατί να τιμωρούν τόσο σκληρά εκείνοι που αξίζουν ανταμοιβή?
Μα οι θεοί φαίνεται έχουν τις έννοιες τους .Και ενώ η Ευρυδίκη έτρεχε ευτυχισμένη πάτησε ένα φίδι την δάγκωσε και πέθανε. έτσι σε μια στιγμή γκρεμίστηκαν όλα. Η Ευρυδίκη πήγε στον Κάτω Κόσμο, στο φοβερό Βασίλειο του Άδη κι ο Ορφέας έμεινε μόνος….
Τίποτα δεν μπορούσε πια να παρηγορήσει για τον άδικο χαμό της αγαπημένης του . ούτε καν η λύρα του. Όταν την έπιανε στα χέρια του χτυπούσε άγρια τις χορδές της, που ακουγόταν σαν βροντές…
Πέρασαν εννέα αβάσταχτες μέρες και την δέκατη το μυαλό του πήγε σ΄αυ- το που κανείς άνθρωπος δεν τολμά να βάλει στο μυαλό του: να κατέβει στο βασίλεια των ίσκιων για να φέρει πίσω την αγαπημένη του..
Η αγάπη του Ορφέα για την Ευρυδίκη κι ο ξαφνικός θάνατος της του έδωσε τη δύναμη να κάνει το ακατόρθωτο:να κατεβεί να ζητήσει από το Πλούτωνα, το βασιλιά του Κάτω Κόσμου να του δώσει πίσω αυτήν που τόσο άδικα έχασε.
Έψαξε πολύ. ρώτησε σοφούς και μάντεις. Όλοι του έλεγαν ότι δε γίνεται να πάει και ότι πολλοί έκλαψαν και πόνεσαν για αγαπημένα πρόσωπα, σιγά ο χρόνος στέρεψε τα δάκρυα τους και γιάτρεψε τον πόνο τους.
Δεν άκουγε τίποτα . ρωτώντας και ξαναρωτώντας έμαθε ότι ο δρόμος για τον Άδη υπάρχει στον Ταΰγετο της Πελοποννήσου μια χαράδρα που οδήγησε μια σκοτεινή σπηλιά. φοβερός ήταν δρόμος για τον Κάτω Κόσμο όσο πλησίαζε τη χαράδρα, τόσο ο τόπος γινόταν έρημος και άγριος.
Ο Ορφέας όσο προχωρούσε ο τόπος γινόταν ακόμα πιο άγριος .
Ώσπου στο τέλος βρέθηκε μπροστά στη φοβερή πόρτα του Άδη και πέρασε από το πολύ φως στο σκοτάδι.
Δεν έκανε όμως πολλά βήματα και συνάντησε ένα ωραίο άντρα που κρατούσε ένα ραβί και που ηταν τυλιγμένα δυο φίδια .στο κεφάλι φορούσε καπέλο με φτερά. Είχε φτερά και στις φτέρνες των ποδιών του. Ήταν ο Ερμής. Που με τις εντολές του Δία οδηγούσε ανθρώπους που πέθαιναν στο Κάτω Κόσμο.
Ο Ορφέας ζήτησε από τον Ερμή να τον οδηγήσει στο Πλούτωνα. από την τόση αποφασιστικότητα στην φωνή και στο βλέμμα ο Ερμής σιωπηλός και κρατώντας από το χέρι τον Ορφέα πήραν ένα μακρόσυρτο μονοπάτι και κατεβαίνοντας στα βάθη της γης περπατώντας πολλές ώρες.. μέσα στην απόλυτη ησυχία άκουσε το ρυθμικό πλατάγισμα νερού. Είχαν φτάσει σε ένα υπόγειο ποτάμι. Ήταν η Στυφά το ιερό ποτάμι του Αδη. ενας βαρκάρης κυλούσε την βάρκα του πάνω στα νερά και πλησίαζε πάνω στα νερά και πλησίαζε προς το μέρος τους.
Αυτός ήταν ο Χάροντας που ερχόταν να πάρει τον ίσκιο του Ορφέα, νόμιζε ότι ήταν πεθαμένος. Ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι ήταν ζωντανός και θύμωσε. Όμως ο Ορφέας ήταν σαν να μην τον άκουγε , ξεκρέμασε την λύρα από τον ωμό του. Και χτύπησε τις χορδές της. Πρώτη φορά αντήχησε ένας τόσο παράξενος και μαγευτικός ήχος. όλος ο τόπος πλημμύρισε με τους ήχους τη λύρας κι ο Χάροντας ο τόσο άπονος βαρκάρης ακούμπησε το κουπί του κι άκουγε μαγεμένος . Ο Ορφέας μπήκε στη βάρκα χωρίς να σταματήσει να παίζει. Και σιγά έσπρωξε την βάρκα πάνω στα ιερά νερά.

Γρήγορα ο Ορφέας μαζί με τον Ερμή έφτασαν μπροστά στο Πλούτωνα, το θεό που κυβερνά το βασίλειο των ίσκιων. Διπλά του η Περσεφόνη και σε ψηλά θρονιά καθόταν οι τρεις σοφοί δικαστές Ο Μίνωας, ο Αιακός κι ο Ραδάμανθυς, που έκριναν τις πράξεις των πεθαμένων πάνω στη γη.
Στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε θυμός αλλά μόλις άκουσε την μελωδία από τ ων ήχο της λύρας έμεινε άφωνος και όλοι συγκινήθηκαν. . έτσι σκορπώντας τον ήχο και τους στίχους που μιλούσαν για τις χαρές της ζωής, για το μεγάλο δώρο τον θεών , την αγάπη και τον ερωτά για την Ευρυδίκη και τέλος όλο το πόνο του για τον άδικο χαμό της αγαπημένης του. .
Το τραγούδι του ακουγόταν όλο και πιο βαθιά κάτω από τους θόλους του Άδη.
Αλλά και οι σκιές των πεθαμένων άκουγαν . ο Τάνταλος που για την μεγάλη του ασέβεια προς τους Θεούς τιμωρήθηκε με το βάσανο της πεινάς και της δίψας, ξεχασε για λίγο το μαρτύριο του. ακόμα και ο Σίσυφος που για τις πανουργίες του στη γη ήταν υποχρεωμένος να ανεβάζει ένα βράχο στην κορφή του βουνού, σταμάτησε την σκληρή δουλειά για να ακούσει το τραγούδι του Ορφέα. Και οι Δαναΐδες που εγκλημάτησαν βαριά και καταδικάστηκαν αν γεμίζουν αιώνια νερό ένα πιθάρι χωρίς πάτο,
Σταμάτησαν κι αυτές για λίγο και άκουγαν συγκινημένες..
Μα να που μέσα από του πεθαμένους ξεπετάγεται και η σκιά μιας νέας γυναίκας . είναι η Ευρυδίκη που άκουσε τον Ορφέα και τρέχει να τον συναντησει.. και έγινε κάτι πρωτάκουστο για το Βασίλειο του Κάτω Κόσμου:η σκιά της Ευρυδίκης βρέθηκε αγκαλιά με τον ζωντανό Ορφέα!!!!!
Κατάπληκτος ο Π[Πλούτωνας βλεπει την καταπάτηση των Ιέρων και αιώνιων νομών που χωρίζουν τους ζωντανούς από τους πεθαμένους.
Όλοι φοβήθηκαν την οργή του Πλούτωνα, Και περιμένουν να δουν με ποιο τρόπο θα ξεσπάσει η οργή του σκληρόκαρδου θεού. Μα ο Πλούτωνας έμεινε δσιωπηλος. κάποτε σήκωσε το βλέμμα του προς την αγαπημένη του Περσεφόνη, που τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα.
Και τότε στρέφεται στο Ορφέα και του λέει ότι οποία χάρη θέλει θα του την κάνει.
Και ο Ορφέας του λέει να του δώσει πίσω την αγαπημένη του που έζησε τόσο λίγο στην γη και δεν πρόλαβε να χαρεί τιποτα. κι ότι δεν μπορεί να αντέξει στην σκέψη ότι θα είναι στο Κάτω Κόσμο.
Και ότι δεν μπορεί χωρίς αυτήν.
Ο Πλούτωνας θα του πραγματοποιεισει την χάρη αν του υποσχεθεί κάτι. Ότι η Ευρυδίκη θα βαδίζει πίσω του αλλά αυτός δεν θα πρέπει ούτε στιγμή να γυρίσει το κεφάλι του και να την δει πριν φτάσουν στον ηλιο. γιατι θα την χάσει για πάντα.
Ο Ορφέας δέχτηκε και με χαρά σκεφτόταν ότι θα ξαναγυρίσει στο φως και οτι θα δει την αγαπημένη του. Έτσι πήραν τον δρόμο για την επιστροφή, πέρασαν την πύλη του Άδη και σε λίγο μπήκαν στη βάρκα του Χαροντα. και οταν βγήκαν προχώρησαν μέσα από το μακρύ και ανηφορικό σπήλαιο. Ο τρόμος ήταν δύσκολος και κουραστικός αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Η σκέψη του Ορφέα ήταν συνεχώς στην Ευρυδίκη που τον ακολουθούσε .. τον ακολουθούσε όμως? Να η φοβερή αγωνιά που σιγά τον κυρίευσε. Γιατί μέσα στην ησυχία του θανάτου που βασίλευε γύρω, άκουγε τα βήματα του , άκουγε και τα βήματα του Ερμή, μα πίσω του δεν ακουγόταν τίποτα. Γιατί να μην ακούγεται τίποτα?
«Μήπως δεν έρχεται η Ευρυδίκη ? μήπως δεν τη άφησε ο Κερβερος να περάσει τον Αδη? Μήπως…. Μήπως….» «αχ !! ας ήξερα αν έρχεται πίσω»
το σκοτάδι ήταν πηχτό. Με αυτή την αγωνιά να τον τυραννάει προχωρούσε πίσω από τον Ερμή και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνια.. και την αβεβαιότητα.
Επιτέλους άρχισε να βλέπει αμυδρό αντιφέγγισμα από το φως της μέρας. Η αγωνιά του Ορφέα κορυφώνεται . τώρα το σπηλαίο φωτίστηκε. Με στιγμές μετριέται πια ο χρόνος.
Να το φως της ημέρας . σε λίγο ο Ορφέας θα έχει κερδίσει οριστικά την αγαπημένη του!!!
«και αν δεν είναι??»κάνει την απελπισμένη σκέψη και γυρίζει το κεφάλι του. και βλέπει τη Ευρυδίκη. Απλωνει τα χέρια να την αγκαλιάσει αλλά σαν το μαραμένο φύλλο που το παίρνει ο άνεμος , πέταξε πίσω στο σκοτεινό Βασίλειο του Άδη..
το χτύπημα είναι ακόμα πιο τρομερό. Απελπισμένος έτρεξε ξοπίσω. Η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε ,χάθηκε για πάντα. Ο Ορφέας έφτασε μπροστά στο Χάροντα , άδικα έκλαψε, ικέτευσε, αυτός δεν άκουγε τίποτα. Εφτά μέρες και εφτά νύχτες έμεινε πλάι στα νερά της Στύγας, παρακαλώντας τον Χάροντα να τον περάσει απέναντι. Την όγδοη μέρα ξαναπήρε το σκοτεινό μονοπάτι και ανέβηκε μόνος στην γη. βρήκε στη είσοδο της σπηλιάς την λύρα του. Χτύπησε με δύναμη τις χορδές και ο πόνος του ακούστηκε στα αγρία βουνά σαν την μανιασμένη θάλασσα .
ο Ορφέας γύρισε στην Πατρίδα του . πέρασαν χρόνια μα η Ευρυδίκη δεν έφευγε από το μυαλό του. Όπου γινόταν μεγάλες γιορτές πήγαινε και έπαιζε , οσπου σε μια γιορτή του Διόνυσου κάποιες γυναίκες που τον κάλεσαν να παίξει αυτός δεν το έκανε και στο τέλος της γιορτής μεθυσμένες και έξαλλες τον συνάντησαν στο δρόμο και άρχισαν να τον χτυπούν .
έτσι ζαλισμένες από το πολύ κρασί τον σκότωσαν . όταν κατάλαβαν τι έκαναν πήγαν στο ποτάμι να πλύνουν τα χέρια και να καθαριστούν και το ποτάμι ξεράθηκε. Ο Ορφέας πέθανε και η ψυχή του βρήκε την Ευρυδίκη χωρίς να φοβάται πως θα την χάσει .και ενώ στο Άδη δεν υπάρχει χαρά και γέλιο δεν αντηχεί η λύρα ούτε το τραγούδι, ο Ορφέας και η Ευρυδίκη είναι οι μόνοι που είναι ευτυχισμένοι.
Μα η τέχνη του Ορφέα νίκησε το θάνατο . Η λύρα του Ορφέα την έφεραν τα κύματα σένα ακρογιάλι της Λέσβου και την απόθεσαν στην ακρογιαλιά. Και καθώς τα κύματα χτυπούσαν τις χορδές της, η λύρα τραγουδούσε . την άκουσε ο Απόλλωνας ήρθε τη σήκωσε και την έβαλε ψηλά στο ουρανό. Σε ένα αστερισμό που λάμπει δυνατά την νύχτα και που λέγεται από τότε ο αστερισμός της Λύρας..





Free Hit Counter
Free Hit Counter

1 σχόλιο:

ΣΕΡΓΙΟΣ είπε...

kalhmeera :) wraio to entelvais shmeio katate8en toy sxedon akator8wtou :) h istoria bebaia akoma pio omorfh